Σωκράτης: Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΠΟΙΟΥ..
Λουϊ Λαβέλ
Υιός ενός αγαλματοποιού, του Σωφρονίσκου και μιας μαμής, της Φαιναρέτης, ο φιλόσοφος Σωκράτης (469-399) έγινε γρήγορα μια “γραφική” μορφή στην Αθήνα του τέλους του Ε΄ αιώνα, μια μορφή ονομαστή για την ιδιοτυπία της και για την ασχήμια της -που την σάρκαζαν οι κωμικοί ποιητές και πρώτος ο ίδιος: ξέρουμε πως είχε πλατύ πρόσωπο, στρογγυλά μάτια, χοντρά χείλη, πλακουτσή μύτη, μεγάλη κοιλιά. Και όμως, γύρω από αυτόν τον Παπποσειλινό, μαζεύονταν οι πιο όμορφοι και οι πιο προικισμένοι νέοι της Αθήνας.
Ο φιλόσοφος ζούσε ελεύθερος από κάθε επάγγελμα, έχοντας μόνη του έγνοια την συζήτηση με τους συμπολίτες του για τα ζητήματα του Δήμου, του εαυτού τους, του Ανθρώπου. Σεργιανούσε στις στοές του Ιλισσού, ξυπόλητος και κακοντυμένος, αλλά κυκλωμένος πάντα από αφοσιωμένους μαθητές, που δεν κουράζονταν να του κάνουν ερωτήσεις και να τους κάνει ερωτήσεις, ανακαλύπτοντας έτσι μέσα τους πλούτη που, χωρίς αυτόν, δεν θα τα είχαν καν υποψιασθεί.


Ο Σωκράτης ήταν παντρεμένος και είχε τρεις γιούς. Αυτά είναι όλα, όσα μαθαίνουμε από την Απολογία (34d) και τον Φαίδωνα (60d) του Πλάτωνα, τίποτε περισσότερο. Το ότι ο Πλάτων δεν έλαβε σχεδόν καθόλου υπόψη του τις δεδομένες με αυτό το γεγονός σκηνικές δυνατότητες και τα συναφή πραγματολογικά προβλήματα ανήκει στις ιδιορρυθμίες της ποιητικής του κατασκευής. Μόνο σε ένα και μόνο χωρίο η σύζυγος του Σωκράτη γίνεται ενεργό πρόσωπο. Τη στιγμή όπου οι φίλοι του Σωκράτη ζητούν να τον δουν για τελευταία φορά στη φυλακή, βρίσκουν καθισμένη δίπλα του την Ξανθίππη με τον γιό του στα χέρια της. Μόλις βλέπει τους φίλους, η Ξανθίππη ξεσπά σε δυνατούς θρήνους και λέει: «Τώρα Σωκράτη μου, αυτοί οι φίλοι σου θα μιλήσουν για τελευταία φορά μαζί σου και συ μαζί τους». Τότε ο Σωκράτης στρέφεται στον Κρίτωνα και του λέει: «Κρίτων, πες σε κάποιον να την πάει στο σπίτι». Αμέσως ορισμένοι υπηρέτες του Κρίτωνα βγάζουν έξω την Ξανθίππη, ενώ αυτή φωνάζει και χτυπά το στήθος της.