ΕΓΚΛΗΜΑ ΑΝΗΘΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

kion1     ΕΓΚΛΗΜΑ, ΑΝΗΘΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ
          ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

          Αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του Β. Μαρκεζίνη

            «Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
              ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ»

 Λήψη του αρχείου

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις για το έγκλημα και την τιμωρία

Η όλη σφαίρα του εγκλήματος και της τιμωρίας συνδέεται με τις έννοιες της δικαιοσύνης και της ηθικής. Και οι δυο αυτές έννοιες αποτέλεσαν αντικείμενο του πιο σημαντικού ίσως (έως και καθοριστικού) έργου του Αριστοτέλη, των Ηθικών Νικομαχείων, το οποίο έχει προσελκύσει την προσοχή πολυάριθμων μελετητών ανά τους αιώνες· και δικαίως. Στο παρόν κεφάλαιο, οι παρατηρήσεις μου θα περιοριστούν σε μια σειρά από συγκεκριμένα θέματα σχετικά με την ανηθικότητα, την εγκληματικότητα, καθώς και τις κυρώσεις που αυτές επέσυραν, ιδίως στις τραγωδίες του 5ου αι. π.Χ. Αναπόφευκτα, τούτο σημαίνει ότι θα χρειαστεί να επανέλθω στους αρχαίους μύθους και στην οργιώδη ερωτική ελευθεριότητά τους, αιτία, ως γνωστόν, πολλών ανήθικων και έκνομων ενεργειών και παθών.

Θα εξετάσω επίσης τη γενική στάση απέναντι σε ορισμένους «αθώους» αμαρτωλούς ή εγκληματίες, τα προβλήματα που προ- καλούσαν άνθρωποι οι οποίοι έρχονταν αντιμέτωποι με αλληλοσυγκρουόμενα καθήκοντα, καθώς και το κατά πόσον ο τρόπος επιβολής της τιμωρίας (στο συγκεκριμένο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής, αλλά και της αρχαϊκής θεϊκής δικαιοσύνης) πληρούσε τα στοιχειώδη κριτήρια της ευθυδικίας, όπως θα τα αντιλαμβανόμασταν σήμερα. Θα κλείσω τη σχετικά νομική αυτήν ενότητα πραγματευόμενος τις ιδέες της ανεκτικότητας (που με αυξανόμενη αν όχι και υπερβολική ευκολία φαίνεται ότι δέχονταν τα δικαστήρια του 4ου αι. π.Χ.) της συγγνώμης και της άφεσης, και εξετάζοντας σε ολόκληρο το κεφάλαιο τον τρόπο που παρουσιάζεται η πολιτική ωμότητα όχι μόνο στην τραγωδία, αλλά και σε ορισμένα κεφαλαιώδη πολιτικά κείμενα, ιδίως στην Ιστορία του Θουκυδίδη.

Συνέχεια ανάγνωσης «ΕΓΚΛΗΜΑ ΑΝΗΘΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ»

Η «ΑΝΤΙΓΟΝΗ» ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ HEGEL

kion1      Η «ΑΝΤΙΓΟΝΗ» ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ     HEGEL*

                       Αντίστοιχο κεφάλαιο από το βιβλίο του George Steiner                 «ΑΝΤΙΓΟΝΕΣ» (σελ. 48-79)

             (Ο μύθος της ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ στην λογοτεχνία, τις τέχνες και τη σκέψη της εσπερίας)

Το δράμα, και ιδιαίτερα το τραγικό δράμα, κατέχει προνομιακή θέση στην ανάπτυξη της σκέψης του Χέγκελ. II θεωρία της τραγωδίας δεν είναι απλή προσθήκη στο εγελιανό οικοδόμημα. Είναι το πεδίο στο οποίο δοκιμάζονται και επικυρώνονται οι κυρίες αρχές του εγελιανού ιστορικισμού. το διαλεκτικό σενάριο της λογικής του και η κομβική έννοια της συγκρουσιακής προόδου της συνείδησης. Ορισμένες ελληνικές τραγωδίες, η Αντιγόνη πρώτα και κύρια, παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο στον διανοητικό κόσμο του Χέγκελ. όσο και κάποια εξπρεσιονιστικά λυρικά ποιήματα και οι ωδές του Χαίλντερλιν στην οντολογία και τον γλωσσικό μυστικισμό του Χάιντεγκερ[1].

Η γοητεία που άσκησε ο Σοφοκλής στον Χέγκελ ανάγεται σε μια απόπειρα μετάφρασης του Οἰδίποδος ἐπί Κολωνῷ που χρονολογείται από το καλοκαίρι, του 1787· Δεν είναι όμως δυνατόν να βάλουμε σε αυστηρή χρονολογική σειρά τα διάφορα στάδια της σκέψης που οδήγησαν στην πρώτη ρητή μνεία της Ἀντιγόνης, στο τέλος του χειμώνα του 1795 ή στην αρχή της άνοιξης του 1796. Η σκέψη του Χέγκελ είναι, ἐν τῇ γενέσει της ήδη, ένα πυκνό υφάδι όπου διασταυρώνονται την ίδια στιγμή πολλαπλά νήματα[2]. Τρία βασικά νήματα ή μαίανδροι επιχειρηματολογίας σχετίζονται με κατοπινές αναγνώσεις της Αντιγόνης. Η εγελιανή εξιδανίκευση της αρχαίας Ελλάδας είναι, όπως έχουμε ήδη πει. χαρακτηριστική της γενιάς του[3]. Σε ένα απόσπασμα που συνέγραψε εν(ό ήταν ακόμα στην Τυβίγγη. ο Χέγκελ σχολιάζει την «αλγεινή και επώδυνη νοσταλγία» («schmerzliches Sehnen») που ωθεί την νεώτερη ψυχή προς την ανάμνηση της Ελλάδας. Μόνο στους κόλπους του «ευτυχισμένου δήμου» της Αθήνας του Περικλή ήταν εναρμονισμένη η πολιτική ελευθερία με την θρησκευτική πίστη. Αυτή η αρμονία δεν ήταν αφηρημένη. Ο νεαρός Χέγκελ τονίζει τον μοναδικά «συγκεκριμένο» και «εμμενή» χαρακτήρα του αττικού πνεύματος – και σ’ αυτόν τον τονισμό υπολανθάνουν τα πρώτα βήματα για την εγελιανή κριτική στον Καντ. Η ελληνική πόλις δεν θα αποτελέσει ποτέ για τον Χέγκελ μια τυχαία στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας. Το ιδεώδες που ενσάρκωνε η πόλις και το πρόβλημα των ανεπαρκειών ή της σύμφυτης αυτοκαταστροφικότητας αυτού του ιδεώδους θα παραμείνουν στην καρδιά της διδασκαλίας του. Θέτω ένα φιλοσοφικό πρόβλημα σημαίνει (αυτό δε ισχύει και για τον Χάιντεγκερ, αυτόν τον μεγάλο αναγνώστη του Χέγκελ) αναζητώ την Αθηνά. Στην διάρκεια όμως της περιόδου της Βέρνης και ασφαλώς κατά τα έτη 1794_5- αυτή η λυρική και ουτοπική εικόνα της Αθήνας, που ο νεαρός Χέγκελ μοιραζόταν με τον Χαίλντερλιν και τον Σέλλινγκ. αλλάζει.

Συνέχεια ανάγνωσης «Η «ΑΝΤΙΓΟΝΗ» ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ HEGEL»