ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ – Ο Θουκυδίδης και η διαμόρφωση της Ιστορίας

kion1Λέγοντας την αλήθεια

 

 ( ομώνυμο υποκεφάλαιο του έργου της,

Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ )

 

Emily Greenwood 

     Στην Ιστορία του Θουκυδίδη, η έννοια του «λέγοντας την αλήθεια» μπορεί να υπαινίσσεται πολλά διαφορετικά πράγματα. Πρώτον, το «λέγοντας την αλήθεια» μπορεί να έχει φιλοσοφικές ή, ακριβέστερα, οντολογικές προεκτάσεις (αν αυτό για το οποίο μιλάμε υπάρχει ή όχι). Δεύτερον, το «λέγοντας την αλήθεια» μπορεί να έχει ιδεολογική διάσταση: την αλήθεια ποιου ή ποιου την εκδοχή της αλήθειας (την εκδοχή του Θουκυδίδη, την εκδοχή του ομιλητή ή την εκδοχή του ακροατηρίου); Τρίτον, στην περιγραφή του Θουκυδίδη, η αλήθεια έχει μιαν άβολη σχέση με τον προφορικό λόγο· γι’ αυτό, ακριβώς η ιδέα τού «λέγοντας την αλήθεια» είναι προβληματική. Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, ο Θουκυδίδης αντιπαραθέτει στο «λέγοντας την αλήθεια» το «γράφοντας την αλήθεια». Τέταρτον, αφού η Ιστορία του Θουκυδίδη είναι λογοτεχνική αφήγηση, αν και αφήγηση πραγματικών γεγονότων, που ασχολείται με την παρουσίαση και ανάλυση πραγματικών συμβάντων, ως αντίθετων προς φανταστικό περιεχόμενο, πρέπει να εξετάσουμε και τις τυπικές, ρητορικές συμβάσεις, που χρησιμοποιούνται στην παρουσίαση της αλήθειας (τη «μορφή» της αλήθειας). Το κεφάλαιο αυτό εξετάζει αυτές τις διαφορετικές διαστάσεις της αλήθειας στα συμφραζόμενα των λόγων της Ιστορίας του Θουκυδίδη.

Η μορφή της αλήθειας

Ενώ η αρμονική διάταξη (κόσμος) για την πόλη είναι οι ενάρετοι και γενναίοι άνδρες, για το σώμα είναι η ομορφιά, για την ψυχή η σοφία, για την πράξη η αρετή και για τον λόγο η αλήθεια.

 Γοργίας, Ελένης εγκώμιον 1[1]

Ο ρήτορας Γοργίας ίσως φανεί ακατάλληλη αφετηρία για μια πραγμάτευση του λόγου και της αληθείας στον Θουκυδίδη. Στο κάτω κάτω, ο Γοργίας ανήκε στην κατηγορία των πεζογράφων (λογογράφοι), τους οποίους ο Θουκυδίδης επικρίνει, επειδή θέτουν την ικανοποίηση του ακροατηρίου  πάνω από την αλήθεια (1.21.1).[2] Όμως η πραγματικότητα του Γοργία αποτελεί κατάλληλη αφετηρία, επειδή δείχνει τις δυσκολίες εναρμόνισης των λεκτικών επιχειρημάτων (λόγοι) -προφορικών και γραπτών- με την αλήθεια.[3] Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε αξιόπιστα τεκμήρια που να μπορούν να ρίξουν φως στη σχέση Θουκυδίδη και Γοργία. Δεν διαθέτουμε χρονολογία για τη σύνθεση και κυκλοφορία του Εγκωμίου του Γοργία και, με δεδομένη την αβεβαιότητα που περιβάλλει τη σύνθεση της Ιστορίας του Θουκυδίδη, είναι πολύ δύσκολο να οικοδομήσουμε ιστορικό διάλογο ανάμεσα στα δύο κείμενα. Όμως, αφού ο Γοργίας επισκέφτηκε την Αθήνα και μίλησε στη συνέλευση ως πρεσβευτής στα 427 π.Χ. και στη συνέχεια διακρίθηκε στην αθηναϊκή πνευματική ζωή, είναι πιθανό ο Θουκυδίδης να τον άκουσε ο ίδιος να μιλά και βέβαιο ότι θα είχε ακούσει απαγγελίες έργων του Γοργία ή θα είχε διαβάσει έργα του.[4] Και ο Γοργίας ίσιος ήταν ενήμερος για το εν εξελίξει έργο του Θουκυδίδη και ήταν ασφαλώς ενήμερος για την εξαπλούμενη ιστοριογραφική παράδοση, στην οποία συγγραφείς όπως ο Ηρόδοτος καθόριζαν τα όρια ενός νέου είδους, με τις δικές του χαρακτηριστικές αξιώσεις κύρους και αλήθειας. Σε αυτά που ακολουθούν, θεωρώ δεδομένο πως ο Θουκυδίδης γνώριζε περί του Γοργία και των ιδεών του και π;vς ο Γοργίας είναι ανάμεσα στους ανώνυμους συγγραφείς λόγων (λογογράφοι), στους οποίους γίνεται αναφορά στο 1.21.1. Αν και υπαινίσσομαι ότι ο Γοργίας αντιδρά στη συγκαιρινή ιστοριογραφική συζήτηση, δεν θεωρώ δεδομένο ότι ήταν οικείος με το έργο του Θουκυδίδη.

Το Εγκώμιο του Γοργία μάς δίνει ένα ιδιότυπο δείγμα τού πώς ίσως εννοείτο θεωρητικά η σύνταξη λόγων, κατά την περίοδο που ο Θουκυδίδης έγραφε την Ιστορία του. Στο παραπάνω χωρίο μετέφρασα το ελληνικό ουσιαστικό κόσμος, ως «αρμονική διάταξη». Αλλά η σημασία του κόσμος μπορεί να κυμανθεί από τις ουδέτερες έννοιες «τάξη» ή «διάταξη», μέχρι τις «στολισμός», «στολίδι» και «κόσμημα», δίνοντάς μας εν τέλει το αγγλικό παράγωγο «cosmetic». Έτσι το ουσιαστικό κόσμος  μπορεί να σημαίνει μια διάταξη που «ρετουσαρίστηκε» ή «εξωραΐστηκε».[5] Η πρώτη χρήση του ουσιαστικού κοιτιιος στην ιστορία το Θουκυδίδη εμφανίζεται στο 1.5.2, όπου ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι, στον και ρό του, κάποιοι κάτοικοι της ελληνικής ενδοχώρας εξακολουθούν να βλέπου την ικανότητα στην πειρατεία σαν τίτλο τιμής (κόσμος).

Η διατύπωση του Γοργία είναι προκλητική, αφού οι εννοιολογικές αποχρώσεις του τεχνάσματος, που σχετίζονται με τη λέξη κόσμος, δεν συνάδουν προ την ιδιότητα της ἀληθείας, που εδώ θεωρείται ως η αρμονική διάταξη του λόγου. Όπως παρατηρείται ανωτέρω, λόγος μπορεί να σημαίνει προφορικό/γραπτό λόγο, επιχείρημα ή περιγραφή. Η γλώσσα της προκλητικής δήλωσης το Γοργία συγκρούεται με τη δήλωση του Θουκυδίδη στο 1.21.1, όπου σκιαγραφείται μια αντίθεση ανάμεσα στην αξιοπιστία της περιγραφής της πρώιμης ελληνικής ιστορίας στην αρχαιολογία (1.1-20), και στις παραπλανητικές περιγραφές ποιητών και πεζογράφων. Οι όροι αυτής της αντίθεσης συνδέουν το κόσμος μ το λάθος και εμφανίζουν τη λεκτική ψυχαγωγία να αντίκειται στην αλήθεια. Ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται πως οι ποιητές έχουν κυρίως εξωραΐσει (κοσμοῦντες την περιγραφή συμβάντων (το ρήμα κοσμέω είναι συγγενές του ουσιαστικού κόσμος). Η σύνδεση ποίησης και κόσμον θυμίζει ένα προηγούμενο χωρίο, όπου < Θουκυδίδης δημιουργεί αμφιβολία για τα δεδομένα σχετικά με τον Τρωικό Πόλεμο, που περιέχονται στο ομηρικό έπος, και συμπεραίνει, με βάση ότι ο Όμηρος ήταν ποιητής, πως πιθανώς διάνθισε (κοσμῆσαι) την περιγραφή το (1.10.3). Κατά την εκτίμηση του Θουκυδίδη, περιγραφές που καταφεύγουν στο κόσμον είναι αναξιόπιστες. Αλλά η δήλωση του Γοργία προβλέπει ενστάσεις αυτού του είδους και προσφέρει μίαν άλλη ερμηνεία, περισσότερο σύμφωνη μ την πρόταση του Θουκυδίδη. Το να πούμε ότι ο κόσμος λόγου είναι η αλήθεια είναι ρητορικά αντίθετο προς το διαισθητικά αναμενόμενο. Προσπαθεί νι δελεάσει τα μάτια του αναγνώστη και τα αφτιά του ακροατή χρησιμοποιώντας ως τέχνασμα το απατηλό θέλγητρο της γλώσσας, αλλά εξουδετερώνει αμέσως αυτή την ιδέα, βάζοντας την ἀλήθειαν στη θέση του: η μόνη διάταξη που θα έπρεπε να έχει ένας λόγος, είναι η αλήθεια.

Πάντως, μια άλλη άποψη για το πώς να εφαρμόσουμε στον Θουκυδίδη τη προκλητική εναρκτήρια δήλωση του Γοργία για τον λόγον, προτείνεται από σχόλιο του λογοτεχνικού κριτικού και ιστορικού Διονύσιου Αλικαρνασσέα, στην πραγματεία του Περί τον Θουκυδίδου.[6] Μιλώντας για τους λόγους στην Ιστορία, ο Διονύσιος ξεχωρίζει τον λόγο υπεράσπισης των Πλαταιέων, μετά την πτώση των Πλαταιών στα χέρια των Πελοποννησίων, στα 427 π.Χ. (3.53-9):

Αλλά περισσότερο από όλους τους λόγους, που περιέχονται στα επτά βιβλία, με κατέπληξε (τεθάυμακα) η υπεράσπιση των Πλαταιέων, όχι τόσο για καμιά άλλη αιτία, όσο επειδή δεν υπάρχει σε αυτή τίποτε αφύσικο ή επιτηδευμένο, αλλά είναι στολισμένη με αυθεντικό φυσικό χρώμα (ἀληθεῖ δε τινι καί φυσικῷ κεκοσμῆσθαι χρώματι).[7]

Στην παρατήρηση του Διονύσιου ότι ο λόγος είναι στολισμένος με αυθεντικό φυσικό χρώμα, τα επίθετα αληθής και φυσικός έρχονται σε αντίφαση με το ρήμα κοσμέω («εξωραΐζω/διανθίζω»), Η γνώμη του εδώ δεν είναι ότι ο λόγος δείχνει αυθεντικός και φυσικός, επειδή ο Θουκυδίδης μεταφέρει τις λέξεις που πράγματι εκστομίστηκαν, αλλά μάλλον ότι χρησιμοποίησε τη ρητορική του δεινότητα για να διανθίσει τη γλώσσα τόσο έξυπνα, ώστε οι λέξεις/επιχειρήματα αποτελούν πειστική αναπαράσταση αυτού που ο αναγνώστης θα ανέμενε στην πραγματικότητα να πουν οι Πλαταιείς. Στη δήλωση του Διονύσιου, βλέπουμε πώς η αλήθεια θα μπορούσε να θεωρηθεί χρωματισμός ή μορφή εξωραϊσμού, που ρετουσάρει έναν λόγο επωφελώς: είναι επινόημα και αυτή. Η ιδέα του Διονύσιου μοιάζει με σύγχρονες αντιλήψεις λογοτεχνικού ρεαλισμού, όπου δεξιοτέχνες συγγραφείς μπορούν, μιμούμενοι φυσικό ύφος λόγου, να δώσουν την εντύπωση πραγματικότητας.[8] Ότι οι λόγοι του Θουκυδίδη μπορούν να θεωρηθούν εκπληκτικά έργα τέχνης, υπονοείται με την επιλογή από τον Διονύσιο του ρήματος τεθαύμακα (έμεινα έκπληκτος). Παραδόξως, τον κατέπληξε η φυσικότητα του λόγου, σε αντιδιαστολή με οποιαδήποτε φανταχτερή, εμφανή καλλιτεχνία. Εξάλλου, άλλη μια αιτία για την οποία ο λόγος αυτός αρέσει στον Διονύσιο, είναι ότι έρχεται σε αντίθεση με το ύφος τόσων άλλων λόγιον στην Ιστορία, που τους περιγράφει «αφύσικους» (βεβασανίσθαι) και «επιτηδευμένους» (κατεπιτηδεῦσαι).  Σύμφωνα με αυτόν τον αναγνώστη του Θουκυδίδη, που διάβαζε και έγραφε για τον Θουκυδίδη στα Ελληνικά επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά την τελευταία δεκαετία του πρώτου αιώνα π.Χ., πάρα πολλοί λόγοι του Θουκυδίδη αποκαλύπτουν τον μόχθο πίσω από τη σύνθεσή τους. Αντίθετα, ο καλός κόσμος στους λόγους αποκρύπτει την παρουσία του και δημιουργεί την εντύπωση του τρόπου που πράγματι μιλούν οι άνθρωποι.

    Ο Θουκυδίδης δεν εξετάζει πουθενά τις επιπτώσεις τού ύφους γραφής του στην ακρίβεια και αξιοπιστία του έργου του· είδαμε όμως πώς επικρίνει την αξιοπιστία εκδοχών του παρελθόντος στα έργα ποιητών, με βάση ότι οι ποιητές είναι επιρρεπείς στον εξωραϊσμό (1.21.1). Επιπλέον, στο ίδιο τμήμα, τοποθετεί τη δική του περιγραφή για την πρώιμη ελληνική ιστορία μακριά από περιγραφές πεζογράφων, που συνθέτουν τα έργα τους με στόχο το ελκυστικότερο αντί του ί αληθέστερου. Αυτή η κριτική άλλον εκδοχών του παρελθόντος συνθέτει έναν παράγοντα, που φέρνει αντιμέτωπες περιγραφές μεγάλης δεξιοτεχνίας και σαγήνης με αξιόπιστες περιγραφές που ενδιαφέρονται για την αλήθεια. Αν και πρέ- ί πει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τη συγκριτική αντιπαράθεση του Θουκυδίδη, I ψ είδαμε πώς το Εγκώμιο του Γοργία αμφισβητεί την ιδέα ότι αλήθεια και κόσμος (τόσο «διάταξη» όσο και «εξωραϊσμός») είναι δύο ξεχωριστά πράγματα ή ότι μπορούν να χωριστούν. Αν μεταφράσουμε τη δήλωση του Γοργία σε μεταμοντέρνα κριτική, είναι περίπου σαν να λέμε ότι η αλήθεια, σε λεκτικές περιγραφές, θα πάσχει πάντοτε από αφηγηματοτεχνικές επινοήσεις της φανταστικής λογοτεχνίας: δεν μπορούμε να εκφράσουμε την αλήθεια, χωρίς να καταφύγουμε στις διάφορες δυνατότητες της γλώσσας (σύνταξη, γραμματική, ρητορική). Δικαιολογημένα επομένους ρωτάμε αν η αφηγηματική αλήθεια, που αναγκαστικά περιλαμβάνει αφηγηματοτεχνικές επινοήσεις τής φανταστικής λογοτεχνίας, παρουσιάζει πρόβλημα για τη δέσμευση του Θουκυδίδη να προσφέρει αξιόπιστη περιγραφή του παρελθόντος, και αν ο Θουκυδίδης προέβλεψε αυτό το πρόβλημα. Πάντως, πριν καταπιαστώ με το πρόβλημα αυτό, θέλω να τονίσω μιαν άλλη παράγραφο του Εγκωμίου του Γοργία, η οποία δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα για την ιστορική μεθοδολογία του Θουκυδίδη.

Στην παράγραφο 11 του Εγκωμίου, ο Γοργίας συνδέει τους περιορισμούς της ανθρώπινης γνώσης για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, με τη δύναμη του λόγον. Λέει ότι ο λόγος (λόγος / επιχείρημα / περιγραφή) είναι ικανός να πείσει ακροατήρια, ακριβώς εξαιτίας τής εκ μέρους τους άγνοιας του παρελθόντος, ατελούς κατανόησης του παρόντος και άγνοιας του μέλλοντος. Σύμφωνα με τον Γοργία, χάρη στην απουσία γνώσης, τα ακροατήρια στρέφονται στους λογογράφους για συμβουλή και το γεγονός ότι το ακροατήριο στερείται γνώσης, οδηγεί στη χρησιμοποίηση ψευδών επιχειρημάτων / περιγραφών:

Πόσοι άνθρωποι έπεισαν και πείθουν πόσους, επί πόσων θεμάτων, κατασκευάζοντας ψευδή λόγο (ψευδῆ λόγον πλάσαντες)! Γιατί αν όλοι, για κάθε ζήτημα, διέθεταν μνήμην του παρελθόντος και [κατανόηση] του παρόντος και πρόγνωση (πρόνοιαν) του μέλλοντος, ο λόγος δεν θα ήταν εξίσου [δυνατός]· αλλά όπως έχουν τα πράγματα, ούτε η μνήμη (μνησθῆναι) παρελθόντος συμβάντος, ούτε η διερεύνηση (σκέψασθαι) παρόντος, ούτε η πρόβλεψη (μαντεύσασθαι) μέλλοντος είναι εύκολες· έτσι στα περισσότερα θέματα, οι περισσότεροι καθιστούν τη γνώμη τους σύμβουλο της ψυχής τους (σύμβουλον). Αλλά η γνώμη, επειδή είναι ολισθηρή (σφαλερό) και αναξιόπιστη (ἀβέβαιος) φέρνει ολισθηρή και αναξιόπιστη επιτυχία σε αυτούς που τη χρησιμοποιούν.[9]

Το χωρίο προσφέρει συναρπαστικό, αν και συμπτωματικό, σχολιασμό για τον ιστορικό ρόλο των λόγων στην Ιστορία του Θουκυδίδη. Ο Γοργίας δηλώνει ότι οι περισσότεροι καθιστούν τη γνώμη (δόξα) σύμβουλον της ψυχής τους και στο περιβάλλον κείμενο, δηλώνει πως η γνώμη σχηματίζεται μέσω της πει Πού: των λόγων. Η δήλωση αυτή έχει πολιτικές αποχρώσεις, αφού το σύμβουλοί -που χρησιμοποιεί ο Γοργίας- ήταν η καθιερωμένη λέξη, για όποιον με πολιτική ιδιότητα στην Αθήνα πρόσφερε συμβουλή, και χρησιμοποιείται κάποτε ως συνώνυμο του «πολιτικός» (ῥήτωρ).[10] Πολλοί λόγοι του Θουκυδίδη ανήκουν σε αυτή την κατηγορία: πολιτικοί χρησιμοποιούν τον λόγο για να «συμβουλεύσουν» ακροατήρια, αθηναϊκά, πελοποννήσια ή συρακούσια, και η συμβουλή που προσφέρουν αναφέρεται στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ο Θουκυδίδης συχνά πλάθει τους λόγους έτσι, ώστε να εκθέσει τα λάθη, αν όχι την κατάφωρη ψευδολογία, των ομιλητών και κατ’ αυτήν την έννοια συμφωνεί με τον Γοργία.

Υπάρχουν, ενδεχομένως, ομοιότητες ανάμεσα στην κριτική του Γοργία γιο την πειστικότητα του ψευδούς λόγου, και την κριτική του Θουκυδίδη κατά των συγχρόνων του που άκριτα αποδέχονται εσφαλμένες πληροφορίες, τόσο για το παρελθόν όσο και για το παρόν, χωρίς να κοπιάσουν για την αλήθεια (1.20.1-3). Μια φανερή διαφορά είναι ότι, ενώ ο Θουκυδίδης επικρίνει αυτή την τάση – τη θεωρεί σφάλμα προς αποφυγήν, και πιθανή πηγή σφάλματος όταν βασίζεται στις περιγραφές ανθρώπων – ο Γοργίας φαίνεται να υποστηρίζει πως η δύναμη τον λόγου να εξαπατά είναι αναπόφευκτη, με δεδομένους τους περιορισμούς της ανθρώπινης γνώσης. Όμως, θα έπρεπε να προβληματίσει τον αναγνώστη ότι και ο Θουκυδίδης προσφέρει λόγον, περιγραφή, που παρόμοια έχει τη δυνατότητα να παραπλανήσει όσους τη διαβάζουν, παρά το γεγονός ότι η πρόθεση εξαπάτησης ομολογουμένως απουσιάζει στην περίπτωση του Θουκυδίδη. Ο Θουκυδίδης έγραψε ξεκάθαρα για να πείσει τους αναγνώστες του, και είναι αξιοσημείωτο ότι σπάνια αποδέχεται το γεγονός ότι προσφέρει έναν λόγον (περιγραφή, επιχείρημα). Αντίθετα, χρησιμοποιεί τον όρο αυτό για να αναφερθεί στον προφορικό λόγο και, στις λίγες περιπτώσεις που χρησιμοποιείται για γραπτά έργα, αναφέρεται σε άλλες πηγές. Για παράδειγμα, στο 1.10.2, ο Θουκυδίδης μι­λάει για το μέγεθος της ελληνικής εκστρατείας στην Τροία έτσι: «οι ποιητές μίλησαν γι’ αυτήν και η ιστορία (λόγος) λέει» (οἵ τε ποηταί εἰρήκασι καί ὁ λό­γος κατέχει).

Ο αρχαιότερος σύγχρονος του Θουκυδίδη, ο Ηρόδοτος, αναφέρεται ρητά στο σύνολο του έργου του ως λόγον και ακόμη αναφέρεται σε διάφορες υποδιαιρέσεις του έργου ως λόγονς.[11] Φαίνεται πως ο Θουκυδίδης πήρε συνειδητά την απόφαση να μην ακολουθήσει την τακτική του Ηρόδοτου, εν μέρει για να διαχωρίσει το έργο του από τις Ιστορίες του Ηρόδοτου, αλλά και για να κάνει διάκριση ανάμεσα στους λόγους που παρουσιάζονται στο έργο του, και τους ονομάζει λόγους, και στη δική του αφήγηση. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο Θουκυδίδης, αποφεύγοντας επιμελώς να αναφερθεί στο έργο του ως λόγον, αποστασιοποιεί τον εαυτό του από την παραπλανητικότατα του λόγου, όπως για παράδειγμα σκιαγραφείται στην πραγματεία του Γοργία, και υπερβαίνει τους διαγωνισμούς πειθούς, στους οποίους εμπλέκονται οι πρωταγωνιστές της αφήγησής του.[12] Στην πραγματικότητα, η μόνη περίπτωση όπου ο Θουκυδίδης αναφέρεται στην αφήγησή του ως λόγον, είναι σε χωρίο πασιφανώς ηροδότειο.

Στο 1.89, ο Θουκυδίδης απομακρύνεται από την αφήγηση των πολιτικών συζητήσεων, πριν από το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου, και στρέφεται στο ευρύτερο θέμα της ανάδειξης της Αθήνας ως δύναμης επικεφαλής της Δήλιας Συμμαχίας. Αυτό το τμήμα του 1ου Βιβλίου (89-118) αναφέρεται κατά παράδοση ως η Πεντηκονταετία και καλύπτει την περίοδο από τα 479 ως τα 432 π.Χ. περίπου – περίοδο όχι ακριβώς πενήντα ετών, ανάμεσα στους πολέμους με τους Πέρσες και το προοίμιο του Πελοποννησιακού Πολέμου.[13]Στο 1.97.2, ο Θουκυδίδης αναφέρεται στο τμήμα αυτό της αφήγησης ως ἐκβολήν (παρέκβαση) του λόγον του (περιγραφή). Παρ’ όλο που υπάρχουν και άλλες παρεκβάσεις οτο κείμενο του Θουκυδίδη, αυτό είναι το μόνο χωρίο όπου χρησιμοποιεί ρητά όρο για την παρέκβαση. Για λόγους σύγκρισης, ας αντιπαραβληθεί η διατύπωση στο 6.54.1, όπου ο Θουκυδίδης παρουσιάζει την εκδοχή του για τη δολοφονία του Ίππαρχου από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. Ο Θουκυδίδης αρχίζει αυτή την παράγραφο, λέγοντας ότι θα αφηγηθεί το επεισόδιο με περισσότερες λεπτομέρειες και ότι θα αποκαλύψει πως ούτε άλλοι [συγγραφείς] (αυτό υπονοείται) ούτε οι ίδιοι οι Αθηναίοι δίνουν ακριβή περιγραφή της τυραννίας του Ιππία. Αν και η συγγραφική δήλωση του Θουκυδίδη, ἥν ἐγώ ἐπί πλέον διηγησάμενος («την οποία αφηγούμενος μακροσκελέστερα»), αναγγέλλει παρέκβαση, δεν υπάρχει ρητός όρος αντίστοιχος του εκβολή στο 1.97.2.

Ο Θουκυδίδης διατυπώνει πολυάριθμα μεταφηγηματικά σχόλια, που εφιστούν την προσοχή στην παρουσία του ως συγγραφέα, πίσω από το έργο που διαβάζει ο αναγνώστης. Τα εμφανέστερα και συχνότερα παραδείγματα συγγραφικοί παρεμβάσεων είναι τα ρήματα γραφής και ομιλίας που τονίζουν την αφήγηση: «ο πόλεμος αυτός που κατέγραψε (ξυνέγραψεν) ο Θουκυδίδης»,[14] ή «όπως είπα / έγραψα» (ὡς εἴρηταί μοι). Αλλά ακόμη και εδώ, τα συγγραφικά σχόλια του Θουκυδίδη είναι ελάσσονος τόνου. Κατά την περιγραφή του Λόουελ Έντμοντς, το αγαπημένο ρήμα του Θουκυδίδη για να περιγράφει «την πράξη του συγγράφειν» είναι το ρήμα ξυγγράφω, το οποίο εννοεί ότι αυτή δεν είναι αυτόνομη σύνθεσή του, αλλά ότι «περιγράφει πλήρως» ή «τοποθετεί σε πλήρη, γραπτή μορφή» υλικό, κατά κάποια έννοια ήδη υπάρχον (δες ανωτέρω σ. 42). Αυτή η φόρμουλα επιτρέπει στον Θουκυδίδη να υποβαθμίσει τις διεργασίες αναπαράστασης και ερμηνείας, που περιλαμβάνει η αφήγηση. Πέρα από αυτή την κατηγορία δηλώσεων, ο Θουκυδίδης αποφεύγει να σχολιάσει σαφώς τη λογική της αφήγησης του. Τείνει περισσότερο να σχολιάζει την έρευνα και τις πνευματικές αξίες πίσω από το έργο του, κατ’ αντιδιαστολή προς τη δομή του έργου κα­θαυτό. Δεν υπάρχει στον Θουκυδίδη ισοδύναμο προς τα χωρία των Ιστοριών του Ηρόδοτου, όπου ο τελευταίος μάς επιτρέπει στιγμιαίες βασανιστικές ματιές στην πίσω από τη δομή του λόγον του λογική.[15]

Όμως, στο 1.97.2, ο Θουκυδίδης απομακρύνεται από την τακτική αυτή, εφιστώντας την προσοχή στην παρέκβαση και αναφερόμενος στην αφήγησή του ως λόγον. Είναι πιθανό ότι αποκαλεί το έργο του λόγον στο σημείο αυτό έχοντας κατά νου τους ανταγωνιστές -προγενέστερους και σύγχρονους- που είχαν προσφέρει και πρόσφεραν σε πεζό περιγραφές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.

Αιτιολογεί αυτή την παράγραφο, με βάση το ότι αυτή η περίοδος ελληνικής ιστορίας αγνοήθηκε από τους προγενέστερους. Ο Ελλάνικος είναι ο μόνος ιστορικός, σε ολόκληρη την Ιστορία, τον οποίο ο Θουκυδίδης αναφέρει ονομαστικά, ομολογώντας ότι ο προαναφερθείς έθιξε την περίοδο αυτή στην ιστορία του για την Αθήνα.[16] Πάντως, ο Θουκυδίδης συνεχίζοντας επικρίνει τον Ελλάνικο, επειδή έκανε σύντομη και ανακριβή καταγραφή. Αν και η ερμηνεία αυτή μόνο εικασία μπορεί να είναι, θεωρώ πως ο Θουκυδίδης, σκεπτόμενος τον Ηρόδοτο και άλλους συγγραφείς και συγκρίνοντας το έργο του με το δικό τους, απηχεί τον τρόπο με τον οποίο ο Ηρόδοτος μιλάει για το έργο του.[17] Την ανάγνωση αυτή ενισχύει το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης λέει πως η περιγραφή της Πεντηκονταετίας αποτελεί λεπτομερή εξήγηση (ἀπόδειξις) για την απαρχή της αθηναϊκής αυτοκρατορίας. Η χρήση του ουσιαστικού ἀπόδειξις σε σχέση με ιστορική περιγραφή θυμίζει Ηρόδοτο, που αρχίζει τις Ιστορίες του σαν έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνάς του.[18]

Σχετικά με τις Ιστορίες του Ηρόδοτου, η Ντέμπορα Μπέντεκερ (Deborah Boedeker) διατύπωσε την άποψη πως ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί τον όρο λόγος για να καθορίσει τα όρια πατρότητας και ιδιαίτεροί) τύπου λογοτεχνίας και να διαχωρίσει την περιγραφή του από εκείνη συγγραφέων οι οποίοι ακολουθούσαν αρκετά διαφορετικούς τύπους γραφής.[19] Ζητά να προσέξουμε ένα χωρίο στο 2.123.3, όπου ο Ηρόδοτος εμφανίζεται να συνδέει την κυκλοφορία το)ν λόγων με μιαν αντίληψη που μοιάζει με τη δική μας περί πνευματικής ιδιοκτησίας:[20] οι συγγραφείς ίσως διεκδικήσουν λόγους που δεν είναι δικοί τους και μπορεί να παρουσιάσουν σε ένα είδος λόγους που δεν εκπληρούν τα κριτήρια αφηγησιμότητας σε άλλα είδη. Το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης αποφεύγει επιτυχώς να στρέψει την προσοχή στους ανταγωνιστές (με εξαίρεση τα μεθοδολογικά κεφάλαια στο 1.21-2) ίσως εξηγεί ότι τείνει να μην παρουσιάζει το έργο του σε μια αγορά πνεύματος ως λόγον ανάμεσα σε άλλους ανταγωνιστικούς λόγους. Αντίθετα δημοσιεύει την Ιστορία του σαν έργο η αξία του οποίου έχει ήδη αποδεδειχθεί κτήμα.

Είδαμε πώς ο Γοργίας συνδέει τη δύναμη του λόγον να εξαπατά με τους περιορισμούς της ανθρώπινης μνήμης (Ελένης ἐγκώμιον 11). Διατύπωσα την άποψη ότι ο Θουκυδίδης αποσυνδέει το έργο του από τις κατηγορίες περί έκθεσή του στον κίνδυνο να υποπέσει σε λάθος, που μπορούν να διατυπωθούν κατά τω λόγων,[21] και ότι αυτό το πραγματοποιεί αποφεύγοντας να αποκαλέσει τον λόγον του «λόγον», όπως δηλαδή υποτίθεται ότι θα τον είχαν εκλάβει οι περισσότεροι σύγχρονοί του. Ουσιαστικά, θέτει εκτός κυκλοφορίας την περιγραφή του: το έργο αυτό δεν είναι «απλός» λόγος. Πάντως, απομένει να δούμε πώς ο Θουκυδίδης αντιμετώπισε το πρόβλημα της αναπαράστασης ενεργειών και συμβάντων με ακρίβεια στην αφήγησή του. Πώς συμβίβασε ο Θουκυδίδης, σύμφωνα με την ορολογία του Εγκωμίου του Γοργία, την αλήθεια με την τέχνη της αφήγησης; Με λίγες εξαιρέσεις, ο Θουκυδίδης περιορίζει στο κεφάλαιο 1.22.1-4 την εξέταση των μεθοδολογικών προβλημάτων που συνάντησε στο έργο του.[22] Θα στραφώ τώρα στην εξέταση αυτού του κεφαλαίου.

Αλήθεια και μεθοδολογία

Στη σύγχρονη έρευνα, το συγκεκριμένο κεφάλαιο (1.22.1-4) οδηγεί τη συζήτηση περί ειλικρίνειας της Ιστορίας του Θουκυδίδη. Δεδομένου ότι η ερμηνεία αυτοί του τμήματος προκάλεσε τόσες τριβές, προσφέρω μια σχεδόν κατά λέξη μετά φράση του χωρίου, σαν προοίμιο της πραγμάτευσής μου.

Και όσο γι’ αυτά που καθένας είπε συζητώντας,[23] είτε όταν επρόκειτο να κηρύξουν πόλεμο είτε όταν βρίσκονταν ήδη σε πόλεμο, ήταν δύσκολο να μεταφέρω κατά λέξη από μνήμης τις ακριβείς λεπτομέρειες όσων αναφέρθηκαν. Αυτό ίσχυε τόσο για μένα, όπου τις άκουσα ο ίδιος, όσο και γι’ αυτούς που μου τις μετέφεραν από διάφορες πηγές· αλλά αποδόθηκαν με τον τρόπο που μου φάνηκε πιθανό ότι κάθε ομιλητής θα είχε πράγματι πει τα αναγκαία σε σχέση με τις εκάστοτε περιστάσεις, ενώ παρέμεινα όσο γινόταν πιο πιστός στις γενικές ιδέες πίσω από όσα πράγματι λέχθηκαν. Αλλά όσον αφορά τα συμβάντα του πολέμου, δεν το θεώρησα σωστό να βασίσω την περιγραφή μου σε όσα έμαθα από όποιον έτυχε πρόχειρος, ούτε σύμφωνα με δικές μου ιδέες, αλλά κυνηγώντας την ακριβέστερη δυνατή πληροφορία για κάθε συμβάν, τόσο για συμβάντα στα οποία ήμουν παρών όσο και για εκείνα που άκουσα από άλλους. Ανακαλύφθηκαν δε με μόχθο, γιατί οι παρόντες σε κάθε πράξη δεν έλεγαν τα ίδια για τα ίδια συμβάντα, αλλά μιλούσαν ή ανάλογα με τις προκαταλήψεις τους, υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, ή ανάλογα με τη μνήμη τους.[24]

Η περιγραφή της μεθόδου με την οποία ανασυνθέτει τα επιχειρήματα του ομιλητή από τον Θουκυδίδη είναι σκόπιμα ασαφής. Τόσο στην ανασύνθεση λόγο)ν όσο και πράξεων, ο Θουκυδίδης τηρεί ρεαλιστικά κριτήρια ακρίβειας. Δηλώνοντας πως ήταν δύσκολο «να μεταφέρω τις ακριβείς λεπτομέρειες όσων αναφέρθηκαν, κατά λέξη» (διαμνημονεῦσαι), αναγνωρίζει ένα ιδανικό κριτήριο για την καταγραφή πληροφοριών, μόνο και μόνο για να το απορρίψει στα συμφραζόμενα αυτής της Ιστορίας. Αντίθετα, υιοθετεί το πρακτικότερο κριτήριο: να παραμείνει πιστός στις ιδέες πίσω από όσα οι ομιλητές πράγματι/ἀληθῶς εί­παν. Το κριτήριο της ειλικρίνειας καθορίζεται πολύ προσεκτικά στο τμήμα αυ­τό· ο Θουκυδίδης προσπαθεί να αποδώσει όχι όσα πράγματι λέχθηκαν, αλλά «τις ιδέες πίσω» από όσα πράγματι λέχθηκαν ή «το γενικό νόημα» όσων πράγματι λέχθηκαν. Αυτή η επιφυλακτικότητα γύρω από την ἀλήθειαν είναι ορθή, δεδομένου ότι ο Θουκυδίδης αναφέρει τις αδυναμίες της ανθρώπινης μνήμης δύο φορές στο χωρίο αυτό (διαμνημονεῦσαι – 1.22.1· μνήμη – 1.22.3). Η ετυμολογική ερμηνεία του ελληνικού ουσιαστικού αλήθεια είναι: «αυτό που δεν (πρέπει να) ξεχνιέται» (από το ουσιαστικό λήθη). Έτσι η αλήθεια συνδέεται με την ικα­νότητα να θυμόμαστε και αποδεικνύεται αδύνατον να επιτευχθεί απολύτως, εξαιτίας των περιορισμοί της ανθρώπινης μνήμης.[25]

Η φόρμουλα που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης τού αφήνει περιθώριο γι ακριβή αναπαράσταση της ουσίας των επιχειρημάτων του ομιλητή, ενώ ταυτόχρονα του επιτρέπει να χρησιμοποιεί τους λόγους σαν όχημα ιστορικής ερμηνείας, χωρίς να προδίδει τη δέσμευσή του για τις «ιδέες πίσω από όσα πράγμα λέχθηκαν». Η ιστορική ερμηνεία ίσως περιλαμβάνει: τον χαρακτηρισμό ενός εκάστου ομιλητή, την αλληλεξάρτηση λόγου και πράξεων, τις προσδοκίες διαφορετικών ακροατηρίων, την κριτική της ρητορικής παιδείας και την εισαγωγή ενδοκειμενικών και διακειμενικών υπαινιγμών. Είναι σημαντικό ότι ο Θουκυδίδης αντισταθμίζει την απώλεια των πραγματικών λέξεων των ομιλητών, τονίζοντας τις ιδέες πίσω από τις λέξεις. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα στην Ιστορία, όπου ο Θουκυδίδης απεικονίζει την παιδεία λόγου (ιδιαίτερα στην Αθήνα), με τρόπο που υποδηλώνει τη χρήση του λόγο προς συγκάλυψη όσων πραγματικά συνέβαιναν και προς παραπλάνηση των ακροατηρίων. Ακόμη και αν είχε σταθεί δυνατόν να καταγραφούν με ακρίβεια τα λόγια των ομιλητών, αισθάνεται κανείς ότι ο Θουκυδίδης θα εξακολουθούν να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ερμηνεία των πίσω από τα λόγια ιδεών.

Όπως τονίστηκε σε πρόσφατες συζητήσεις γι’ αυτό το χωρίο, είναι σημαντικό να μην επιβάλουμε, τεχνητά, στον Θουκυδίδη να προσαρμοστεί στην πρακτική των σύγχρονων ιστορικών, για την οποία κριτήριο ακρίβειας λεκτικής περιγραφής είναι η κατά λέξη ακρίβεια, κατά το πρότυπο αντιγράφου.[26] Οι σύγχρονες τεχνολογίες εγγραφής απέχουν πολύ από τις μεθόδους εγγραφής δεδομένα) που διέθετε ο Θουκυδίδης για τη σύνθεση της Ιστορίας του. Αν και γνωρίζουμε λίγα για την πρακτική του γραπτού λόγου στην Αθήνα, κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια του 5ου αι. π.Χ., έχουμε κάποια βασική γνώση της τεχνολογίας το γραπτού λόγου. Γνωρίζουμε ότι θα ήταν επίπονο για τον Θουκυδίδη να επιλέξει μεταξύ σημειώσεων, που πιθανώς θα είχαν γραφτεί σε κυλίνδρους παπύρου. Στην πραγματικότητα, στο 1.22.1-4, ο Θουκυδίδης δεν κάνει καμιά αναφορά στον γραπτό λόγο ως βοήθημα της μνήμης, αντίθετα αναφέρεται σε προφορικές μαρτυρίες. Σε σχέση με την περιορισμένη τεχνολογία που διέθεταν συγγραφείς όπως ο Θουκυδίδης, η Τζόσλυν Σμολ (Jocelyn Small) διατύπωσε την άποψη ότι τα κριτήριά μας για την ακρίβεια είναι αναχρονιστικά και ότι στη θέση τους θα έπρεπε να αντιλαμβανόμαστε την «ακρίβεια σαν ουσία».[27] Πάντως είναι λάθος να υπαινιχθούμε ότι τα μόνα εμπόδια στην ιστορικότητα της περιγραφής του Θουκυδίδη ήταν τεχνολογικά, κατά τον ίδιο τρόπο που είναι αφελές να σκε- φτούμε ότι η σύγχρονη τεχνολογία καθιστά πραγματοποιήσιμο το ιδανικό μιας αληθούς ιστορικής περιγραφής.

Σκεφθείτε την κλίμακα τεχνολογιών εγγραφής, που είναι διαθέσιμες στους σύγχρονους ερευνητές, αρχίζοντας από τις συμβατικές μεταγραφές μαγνητοταινιών. Αν και ένα γραπτό αντίγραφο, βασισμένο σε ηχογράφηση, ίσως αποτελεί υψηλότερο επίπεδο αντιπροσωπευτικής πιστότητας από λόγο ανασυνθεμένο αποκλειστικά με βάση τη μνήμη, το επιχείρημα ότι αποτελεί «αληθινή» εικόνα του λόγου είναι λανθασμένο. Πρέπει να φανταστούμε μια κλίμακα μιμητικής πιστότητας, που δεν εκπληρώνει ποτέ εντελώς τις προϋποθέσεις του πρωτότυπου λόγου. Εξαιτίας χρονικών περιορισμών, η πλειοψηφία των γραπτών αντιγράφων προφορικού λόγου δεν επιχειρούν να καταγράψουν παύσεις, να μεταδώσουν τον τόνο, τον κυμάτισμά ή την έμφαση της φωνής, ούτε μεταφέρουν τη μη λεκτική γλώσσα του ομιλητή. Επιπλέον, αυτοί που αναπαράγουν αντίγραφα πρέπει να συμπεραίνουν τη στίξη από την εκφώνηση του λόγου και μπορούν να αλλάξουν ριζικά το ύφος, ακόμη και το νόημα το\ι πρωτότυπου λόγου: η στίξη συνεπάγεται ερμηνεία. Εξάλλου, οι αντιγραφείς, οι οποίοι συνήθως παράγουν αντίγραφα, προκειμένου μια γραπτή εκδοχή λόγου να κυκλοφορήσει ή να διατηρηθεί, έχουν και την τάση να διορθώνουν τις λέξεις (για παράδειγμα, λανθασμένη προφορά ή γραμματικές αβλεψίες).[28] Σε πολλαπλά επίπεδα, λοιπόν, η αντιγραφή είναι διορθωμένη εκδοχή λόγου, ακόμη και όταν μεταφέρονται οι «λέξεις» που άρθρωσε ο ομιλητής.

Μπορούμε να διεξαγάγουμε ένα παρόμοιο πείραμα σκέψης με ηχογράφηση ενός λόγου. Η μαγνητοφώνηση της φωνής του ομιλητή επιλύει κάποια από τα προβλήματα του γραπτού αντιγράφου. Στην περίπτωση της ηχογράφησης, ακούμε πράγματι τον ομιλητή με τα ίδια του τα λόγια, τις παύσεις, τον κυματισμό και τον τόνο της φωνής· και υπάρχουν μικρότερα περιθώρια παρέμβασης του ηχογραφούντος στη μετάδοση του λόγου. Όμως, δεν βλέπουμε τον ομιλητή να προφέρει αυτές τις λέξεις· κατ’ αυτήν την έννοια και η ηχογράφηση είναι ατε­λής αναπαράσταση πρωτότυπης πράξης λόγου. Και αυτά στο ιδανικό σενάριο. Στην πραγματικότητα, πολλές ηχογραφήσεις, με εξαίρεση τις «ζωντανές» ηχογραφήσεις, είναι επίσης χτενισμένες και διορθωμένες. Ακόμη ψηλότερα στην κλίμακα ακριβούς αναπαράστασης είναι η μαγνητοσκόπηση, που απευθύνεται τόσο στην αίσθηση της όρασης όσο και της ακοής μας, και έχει τη δυνατότητα να μεταδίδει και τμήμα του περιβάλλοντος στο οποίο εκφωνήθηκε ο λόγος. Με την εισαγωγή οπτικού στοιχείου, η αναπαράσταση λόγου αποκτά διαφορετική διάσταση. Οι γνωστικοί ψυχολόγοι τεκμηρίωσαν τη συντριπτική επιρροή της όρασης σε σχέση με τις άλλες αισθήσεις μας· η μαγνητοσκόπηση τείνει να αποκαλύπτει παράλληλες αφηγήσεις: λεκτικές και μη λεκτικές. Τώρα μπορούμε να δούμε πώς οι μη λεκτικές κινήσεις του ομιλητή μεταδίδουν νόημα. Όμως, αν και αχούμε και βλέπουμε τον ομιλητή, ο τρόπος με τον οποίο τον ακούμε και τον βλέπουμε ρυθμίζεται από κάμερα, την οποία χειρίζεται άτομο με δυνατότητα να κατευθύνει τις αισθητήριες αντιδράσεις μας μέσω γωνίας λήψης, φωτισμού και διορθώσεων. Αυτό ισχύει και για το «τιμιότερο» ντοκιμαντέρ, που αγγίζει τα επίπεδα της ιστορικότητας· ακόμη και έτσι, δεν υπάρχει ουδέτερη, μη παρεμβατική οπτική γωνία.[29] Μακράν του να παρακάμπτει την εξωτερική διαμόρφωση που περιλαμβάνει η λεκτική αφήγηση, η ταινία, ως μέσο, εξαρτάται από την αφήγηση και χαρακτηρίζεται, όπως και αυτή, από γλώσσα, σύνταξη και είδος.

Ενώ αυτά τα προβλήματα αναπαράστασης ίσως φανούν σύνθετα ή και κοινότοπα σε σύγκριση με το θεμελιώδες πρόβλημα της μεταφοράς κειμένου προφορικών λόγων σε σελίδα, τονίζουν ότι όλες οι εγγραφές, σε όλες τις τεχνολογίες, προσεγγίζουν αλλά ποτέ δεν επιτυγχάνουν αληθή εικόνα λόγου. Και το πείραμα σκέψης περιορίζεται στην εγγραφή της εικόνας ενός μόνο λόγου. Όταν μιλάμε για μιαν ιστορική περιγραφή, υποθέτουμε ότι αυτή η περιγραφή θα πάρει τη μορφή αφήγησης. Με άλλα λόγια, δεν θα παρουσιάζει απλώς σειρά από ασύνδετα τεμάχια πληροφόρησης (ή περιγραφές πληροφορίας), αλλά θα δώσει στην πληροφορία διάταξη κατανοητής ακολουθίας, για να προσδιορίσει τα συμβάντα, τα αίτια και τις συνέπειές τους, να μεταφέρει κρίσεις για τη σημασία της πληροφορίας, και για να τα κάνει όλα αυτά θα χρησιμοποιήσει μεθόδους σχετικές με το φανταστικό. Κατ’ αυτήν την έννοια, το φανταστικό είναι έμφυτο στην ιστορική αφήγηση ως αφήγηση, στον βαθμό που, στα συμφραζόμενα αυτά, είναι σαφές ότι ο όρος φανταστικό [fiction] χρησιμοποιείται με την πρωταρχική του έννοια, που σημαίνει: «δημιουργία μορφής στη γλώσσα».[30]

Η πρόθεση του Θουκυδίδη να προσφέρει στους αναγνώστες του ειλικρινή περιγραφή του πολέμου δεν υποσκάπτεται από στοιχεία επινόησης (ή «αυτοσχεδιασμού») στους λόγους.[31] Μάλλον, οι λόγοι υπόκεινται στις ίδιες συνθήκες με την υπόλοιπη αφήγηση: ο Θουκυδίδης επιλέγει τις κατάλληλες μορφές γλώσσας (περιλαμβανομένων γραμματικής, συντακτικού και ρητορικής), για να παρουσιάσει την ακριβέστερη περιγραφή όσων συνέβησαν, σύμφωνα με την ικανότητα και την έλλογη γνώμη του. Ο Θουκυδίδης, στο προγραμματικό αυτό τμήμα, δεσμεύεται μετ’ επιτάσεως να είναι ακριβής, αλλά ο τελικός εγγυητής της ακρίβειας του όλου έργου είναι η κρίση του. Μπορούμε στην πραγματικότητα να υποστηρίξουμε ότι ο Θουκυδίδης καλεί τον αναγνώστη να φανταστεί το κείμενό του σαν αντίγραφο, αλλά σε επίπεδο ολόκληρου του έργου, όχι σε επίπεδο χωριστούν παραγράφων ή λόγων.[32] Ξεγράφω, το ρήμα που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης, στην πρώτη γραμμή της Ιστορίας αναφερόμενος στην αφήγησή του, σημαίνει «κατορθώνω τη γραφή τού» ή «περιγράφω», υποδηλώνοντας συχνά τεκμηρίωση, καταγραφή (δες ανωτέρω σ. 112).[33] Επομένως, όταν χρησιμοποιεί αυτό το ρήμα με αντικείμενό του τον πόλεμων, υπονοεί ότι υπάρχει ισοδυναμία μεταξύ του πολέμου και της αφήγησης του πολέμου, σαν να περιέγραψε ή κατέγραψε κάτι που ήδη υπήρχε.[34] Στο 1.21.2, ο Θουκυδίδης υπονοεί ότι «αυτός» ο πόλεμος καθαυτόν (ό πόλεμος ούτος) θα αποκαλύψει, σε όσους μελετούν τα γεγονότα καθαυτά, ότι ήταν μεγαλύτερος από τους προηγούμενους πολέμους. Η δεικτική αντωνυμία «ούτος» μάς ενθαρρύνει να ταυτίσουμε τον πόλεμο με το κείμενο που έχουμε στα χέρια μας.[35]

Αλήθεια και ιδεολογία

Μια από τις φράσεις που απαντά στα μεθοδολογικά κεφάλαια του Θουκυδίδη και προκάλεσε δυσφορία και σύγχυση, είναι η δήλωση ότι ανασυνέθεσε τους λόγους με βάση το πώς πίστευε ότι ενδεχομένως κάθε ομιλητής είπε «τα αναγκαία» (τα δέοντα). Ο Θουκυδίδης υπονοεί ότι στηρίζεται σε σκελετό γεγονότων: αναφορά, γραμμένη είτε από τον ίδιο είτε από πληροφοριοδότες, όσων πράγματι είπε ο ομιλητής, συμπληρωμένη στη συνέχεια με κατάλληλες δηλώσεις, σχετιζόμενες με τα συμφραζόμενα, τα ακροατήρια και τις περιστάσεις στις οποίες εκφωνήθηκαν οι λόγοι. Αυτό αποτελεί ένα γενικό κριτήριο·[36] «τα αναγκαία», σε συγκεκριμένο λόγο, ίσως περιλάμβαναν παράθεση πραγματικών δεδομένων (για παράδειγμα, σχετικών με τα οικονομικά αποθέματα, την τοπογραφία ή τον αριθμό των ανδρών). Μπορούσαν ακόμη να εκτείνονται στο είδος επιχειρηματολογίας (συμβουλευτικής, επιδεικτικής, δικανικής), τις αποδεκτές αξίες και τον τόνο του λόγου (ενθαρρυντικός, επικριτικός, απειλητικός). Πολλοί λόγοι στην Ιστορία προλογίζονται με ρήματα που προδίδουν τον συναισθηματικό και ψυχολογικό τόνο του λόγου που ακολουθεί. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν πως, σε αυ­τή την περίπτωση, τά δέοντα είναι κυρίως ρητορικό κριτήριο και αναφέρεται στα συμβατικά ρητορικά επιχειρήματα που θα χρησιμοποιούσε ο ομιλητής, στην προσπάθειά του να πείσει το ακροατήριο.[37]

Πάντως το πρίσμα, υπό το οποίο καθορίστηκαν τα δέοντα, είναι ασαφές: σημαίνουν «τα αναγκαία» σύμφωνα με την εκτίμηση τvν ομιλητών ή «τα αναγκαία» σύμφωνα με την εκτίμηση του Θουκυδίδη για τους ομιλητές και την προσωπική τους κατάσταση; Άλλη μια διάσταση των αποκλίσεων μεταξύ λόγων, ακόμη και όταν έχουν το ίδιο θέμα, είναι η διεργασία χαρακτηρισμού η οποία έχει ιδιαίτερη επίδραση. Αυτή είναι ίσως η δύναμη του επιθέτου έκαστοι, στο 1.22.1 («τα επιχειρήματα γράφτηκαν σύμφωνα με την εντύπωση που σχημάτισα για το πώς κάθε [ἕκαστοι] ομιλητής είναι πιθανότερο να είπε τα αναγκαία»).

Αν δώσουμε έμφαση στις ρητορικές εννοιολογικές αποχρώσεις της φράσης τα δέοντα, τότε μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα εσωτερικά ακροατήρια της Ιστορίας υπαγόρευσαν «τα αναγκαία». Έτσι η Πώλα Ντέμπναρ γράφει πως «η εκτίμηση των ιστορικών ακροατηρίων από τον Θουκυδίδη ήταν αποφασιστικής σημασίας παράγων στον καθορισμό του “ορθότερου” να ειπωθεί από τους ομιλητές (1.22.1)».[38] Αν και η δήλωση αυτή δεν είναι ακριβώς εσφαλμένη, στρέφει το ενδιαφέρον της μόνο σε μια διάσταση της περίπλοκης διαδικασίας που ακολουθούσε ο Θουκυδίδης όταν συνέθετε τους λόγους της Ιστορίας. Μπορούμε να συγκρίνουμε αυτή τη γραμμή ερμηνείας με τη θεωρία «ομιλητικής πράξης» του Τζ. Λ. Ώστιν (J.L. Austin), σύμφωνα με την οποία οι λόγοι θεωρούνται κοινωνική συμπεριφορά που επιχειρεί να επιδράσει στα ακροατήρια κατά συνέπεια, η επιτυχία ή αποτυχία ενός λόγου καθορίζεται από την αντίδραση που προκαλεί στο ακροατήριο. Η θεωρία της ομιλητικής πράξης εφαρμόστηκε ευδοκίμως στα κείμενα αθηναϊκών λόγων, που σώζονται από τον 4ο αι. π.Χ. – των πολιτικών λόγων του Δημοσθένη, για παράδειγμα – για να διερευνηθεί ο βαθμός στον οποίο τα ακροατήρια των λόγων διαμόρφωσαν το περιεχόμενό τους.[39] Πάντως, στην περίπτωση της Ιστορίας του Θουκυδίδη, οι λόγοι δεν εκφωνήθηκαν ποτέ με αυτή τη μορφή, προς οποιοδήποτε ιστορικό ακροατήριο. Είναι οι κατά Θουκυδίδη εκδοχές ιστορικών λόγων και, κατά συνέπεια, όση προσοχή δίνουμε στους αναγνώστες του Θουκυδίδη τόση πρέπει να δίνουμε και στα υποτιθέμενα ιστορικά ακροατήρια του κειμένου. Στο κάτω κάτω, το σημαντικότερο ακροατήριο, κατά την άποψη του Θουκυδίδη, ήταν το ακροατήριο του έργου του, που περιλάμβανε τόσο τους συγχρόνους του όσο και τους μεταγενέστερους.[40]

Αν δούμε τους λόγους στο πλαίσιο της περιβάλλουσας αφήγησης, όπως ασφαλώς πρέπει, είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε την κρίση του Θουκυδίδη για το τι ήταν αναγκαίο να πει στα συγκαιρινά ακροατήρια και για τα συγκαιρινά ακροατήρια, σαν ιστορικός σχολιαστής ή κριτικός. Στα συμφραζόμενα της Ιστορίας, αυτό εμπεριέχει αντιτιθέμενες λανθασμένες υποθέσεις για το παρελθόν και επισημάνσεις για τον τρόπο που, σύμφωνα με τη δική του ανάλυση, η λαϊκίστικη, δημαγωγική ρητορική (αυτό που ο Μπέρναρντ Γουϊλλιαμς αποκαλεί «σχετική με το ακροατήριο» αλήθεια)[41] έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τελική αθηναϊκή ήττα. Μετά τον τελευταίο λόγο της Ιστορίας, που αποδίδεται στον Περικλή, ο Θουκυδίδης σκιαγραφεί χτυπητή αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα του Περικλή, η πολιτική ακεραιότητα του οποίου σήμαινε πως δεν είχε ανάγκη να πει τίποτε με σκοπό να ευχαριστήσει τον δήμο (προς ἡδονήν τι – 2.65.8), και αυτήν της επόμενης γενιάς αθηναίων πολιτικών, οι οποίοι, από πολιτική φιλοδοξία, κατέφυγαν στο να είναι ευχάριστοι στον δήμο (ἐτράποντο καθ’ ἡδονάς τῷ δήμῳ – 2.65.11).[42] Με άλλα λόγια, δεχόμενοι τα εσωτερικά ακροατήρια, ως οδηγό για το τι θεωρούσε ο Θουκυδίδης ορθό να πουν οι ομιλητές έχουμε το μισό μόνο του ιστορικού του πλάνου το άλλο μισό είναι κριτική ακριβώς εναντίον της ρητορικής παιδείας, εντός της οποίας ακριβώς δρουν οι ομιλητές. Επομένως, οι λόγοι απευθύνονται τόσο σε εσωτερικά όσο και σε εξωτερικά ακροατήρια.


[1] Μεταφράζοντας τα περίπλοκα και πολύσημα Ελληνικά του Γοργία, διακινδυνεύω να απλοποιήσω την πολυεπίπεδη σημασία αυτού του χωρίου. Δανείστηκα τη φράση «άνδρες καλής ποιότητας», σαν μετάφραση του ενανόρία από τον Warily (1996, 29) αν και ακολούθησα τον MacDowcll (1982, 20) μεταφράζοντας το πράγμα ως «πράξη», ενιίι αναγνωρίζω ότι το εύρος του ίσως είναι ακόμη περισσότερο ακαθόριστο (δηλαδή, «πράγμα»). 

[2] Δες Hornblower 1991, 59 (ad Inc.): «ουσιαστικά, λογογράφοι ήταν άνθρωποι που έγραφαν για το παρελθόν σε πεζό». Για συζήτηση της πνευματικής, εν μέρει, σύμπτωσης Θουκυδίδη και Γοργία, δες Crane 1996, 217-20. Δες και Finley 1967, κεφ. 2. 

[3] Αν και το Εγκώμιον του Γοργία τονίζει την ψυχολογία του προφορικού λόγον, η λέξη έχει ευρεία κλίμακα σημασιών, περιλαμβανομένων τιίιν: λεκτική περιγραφή, λεκτικό επιχείρημα και λεκτική ανταλλαγή ιδεών (όπου το λεκτικός μπορεί να υποδηλώνει, «προφορικός» ή «γραπτός»). Αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο Γοργίας μιλάει για τα κίνητρα που τον ώθησαν να «γράψει τον λόγο» στο τέλος του κειμένου (21)· όμως, αφού τον 5ο αι. π.Χ., τα γραπτά κείμενα διαβάζονταν γενικά μεγαλοφώνως και η σιωπηρή ανάγνωση ήταν εξαιρετικά σπάνια, τα γραπτά έργα είχαν ισχυρή προφορική διάσταση. Δες ανωτέρω, σ. 43-44.

[4] Για την επίσκεψη του Γοργία, δες Hornblower 1991, 427 (για το 3.38.7).

[5] Για το κόσμος, στο Εγκώμιον του Γοργία, δες την άριστη εξέταση του Warily (1996, 30). Δες και Cartledge 1998, 3-4: «From the Cosmetic to the Cosmic». 

[6] Δες ανωτέρω, σ. 25 και 52.

[7] Παράγραφος 42, μτφρ. Usher (διασκευή).

        [8]   Δες Crane 1998, 49, για μια σύγκριση ανάμεσα σ’ αυτό που ονομάζει «ιδεολογικό ρεαλισμό» του Θουκυδίδη και τον λογοτεχνικό ρεαλισμό του Μαρκ Τουαίν: «Αντιλαμβανόταν |ενν. ο Τουαίν] το ησιόδειο τέχνασμα μείξης αλήθειας και ψεύδους (πρβλ. Ησιόδου θεογονία, 26-8) έτσι, ώστε μπο­ρούσε να θολώνει το ρεαλιστικό και το φανταστικό, αναγκάζοντας καθένα τους να ενισχύει το άλ­λο. Ο διαδικαστικός ρεαλισμός του ήταν θεμελιώδης για την επιτυχία του στη δημιουργία εξιδανι- κευμένων χαρακτήρων ή καταστάσεων, απίστευτων και ταυτόχρονα πειστικών, και ως εκ τούτου πανίσχυρων». Ο Crane ορίζει τον διαδικαστικό ρεαλισμό ως «ξεκαθάρισμα των γεγονότων» (ibid., 38). Δες ανωτέρω, Ιο Κεφάλαιο, σ. 29 σημ. 34.

[9] Μτφρ. MacDowell 1982, 23-5 (διασκευή). 

[10] Για το επί του σύμβουλος σχόλιο και το θέμα της ανασφάλειας στη λήψη αποφάσεων, που κατευθύνεται από την πίστη, δες Yunis 1996, 133.

[11] Δες π.χ. Ιστορίες 1.5.3· 1.95.1· 2.3.2· 2.18.1· 2.35. · 14.82.

[12] Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς ερμήνευε τον Θουκυδίδη βάσει αυτών. Δες για παράδειγμα, Περί τον Θουκυδίδου κεφ. 6., όπου δηλώνει ότι ο Θουκυδίδης «δεν είχε παραδώσει το γράψιμό του στην απάτην και γοητείαν (μαγεία), σε αντίθεση με τους προγενεστέρους του. Στην παράγραφο 10 του Ελένης εγκώμιον, ο Γοργίας αναφέρεται σε ξόρκια, που χρησιμοποιούν τον λόγο ιος μέσο μαγείας. 

[13] Hornblower 1991, 133 (ad loc.). Για πρόσφατη εξέταση της ιστορικής δύναμης της Πεντηκονταετίας και του ρόλου της στην αφήγηση του Θουκυδίδη, δες την εξέταση του Rood (1998, κεφ. 10).

[14] Δες, π.χ., 2.103.2.

[15] Π.χ. Ηρόδοτος, Ιστορίες 2.123.1 και 4.30.1. Για μεταφήγηση στον Ηρόδοτο, δες τώρα Munson 2001, κεφ. 1, ιδίως σ. 20-4.

[16] Ο Ελλάνικος από τη Λέσβο (480-395 π.Χ. περίπου) είναι ο αρχαιότερος γνωστός συγγραφέας, που είχε γράψει τοπική ιστορία της Αττικής, γνωστή ως Ατθίδα. Δες Hornblower 1991, 147 (ad loc.). 

[17] Αν και ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει ονομαστικά τον Ηρόδοτο στο χωρίο αυτό ή οπουδήποτε αλλού στην Ιστορία, εν πάση περιπτώσει, ίσιος σκόπιμα αποσιωπά τον βαθμό στον οποίο τα τελευταία πέντε βιβλία των Ιστοριών του Ηρόδοτου (Βιβλία 5-9) αποτελούν σχολιασμό συμβάντων της εποχής του ίδιου του Ηρόδοτου. Συγκεκριμένα, οι μελετητές όλο και περισσότερο τείνουν να ερμηνεύουν τα πέντε τελευταία βιβλία του Ηρόδοτου σαν έμμεση ανάλυση της ανόδου του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού. Δες Munson 2001, 3-4, και Moles 2002, σποράδην, και τα δύο με περαιτέρω βιβλιογραφία.

[18] Ο Hornblower (1991, 148 [ ad loc. |) σημειώνει έναν ηροδότειο απόηχο και παρατηρεί ότι το ἀπόδειξις χρησιμοποιείται μόνο μία φορά ακόμη στην Ιστορία (2.13.9).

[19] Δες Boedeker 2000, 98. Δες επίσης Boedeker 2002, 109, για την από τον Ηρόδοτο χρήση του ουσιαστικού μῦθος: «για τον Ηρόδοτο, όπως και για τον Αριστοτέλη, μῦθος είναι η μυθώδης και απίστευτη ιστορία» κάποιου άλλου.

       [20] Boedeker 2000, 104.

[21] Για παράδειγμα, δες την Παλινωδία του Στησίχορου (Στησίχορος, απ. 192), στην οποία ανακάλεσε μια παλιότερη παραλλαγή, που είχε τραγουδήσει για την παρουσία της Ελένης στην Τροία με τα λόγια, «αυτή η ιστορία (λόγος) δεν είναι αληθινή (ἔτυμος)».

[22] Παράδειγμα παρόμοιας εξαίρεσης είναι οι ομολογίες αβεβαιότητας για την ακριβή φύση των συμβάντων και των κινήτρων προσώπων στο 8ο Βιβλίο, για το οποίο δες το 5ο Κεφάλαιο, σ. 154 σημ. 33. 

[23] Μετέφρασα την ελληνική φράση «όσα λόγφ είπον» ως «τα πράγματα που είπαν συζητώντας» για να απομακρυνθώ από την ιδέα ότι το χωρίο αυτό αναφέρεται μόνο σε ομιλίες σε ευθύ λόγο. Όπως οι Wilson (1982, 101) και Laird (1999, 144) επισημαίνουν, δεν υπάρχει τίποτε στο ελληνικό κείμενο που να υποδηλώνει ότι το λόγος θα έπρεπε να εννοείται ως αναφερόμενος αποκλειστικά σε ομιλίες σε ευθύ λόγο. Αντίθετα, ενσωματώνει και τα επιχειρήματα που ο Θουκυδίδης αποδίδει με πλάγιο λόγο.

[24] Μεταφράζοντας, βασίστηκα στην ερμηνεία συγκεκριμένων λέξεων, που προτάθηκε από τους παρακάτω μελετητές: ὅσα λόγῳ εἶπον-«τα πράγματα που είπαν κατά τη συζήτηση» (Wilson 1982, 101· Laird 1999, 144)· Ακρίβεια -«ακρίβεια»/«ακριβείς λεπτομέρειες» (Crane 1996, 35)· διαμνημονεῦσαι -«έχω κατά λέξη στη μνήμη» (Crane 1996, 71)· μάλιστα -«λίγο πολύ» (Rusten 1989, 13 σημ. 44)· ἡ ξύμπασα γνώμη -«ιδέες πίσω» (Wilson 1982, 99)· ὡς ἐμοί ἐδόκει -«σύμ­φωνα με δικές μου ιδέες» (Hornblower 1991, 60)· ἐπεξελθών-«κυνηγώντας» (Connor 1984, 28· Crane 1996, 36). Βρήκα πολύ χρήσιμη επίσης την κατά λέξη μετάφραση του Moles 2001, 199.

[25] Δες Hornblower 1994β, 19 σημ. 13 και 1991, 58 (για το 1.20.3). Η Allison (1997α, 231-2 και 236) εκφράζει αυτή την άποψη λεπτομερέστερα, βασιζόμενη στην εξέταση του Nagy (1990, 58-9) και άλλων μελετητών. Στις σ. 206-37, η Allison προσφέρει πλήρη και κατατοπιστική εξέταση της χρήσης της λέξης αλήθεια στον Θουκυδίδη, όπου υποστήριζα πως το αλήθεια ορθώς χρησιμοποιείται για λεκτικές περιγραφές, όχι για «αυτό που υπάρχει». 

[26] Wilson 1982, 102′ Allison 1997α, 223· Crane 1996.

[27]Για την τεχνολογία της γραφής και τον αντίκτυπο της στις γνωστικές διεργασίες στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, δες Small 1997, σποράδην. Η Small εξετάζει την έννοια της «ακρίβειας ως ουσίας» στη ο. 193. Σύγκρινε Moles 2001, 209: «η ποιητική άδεια που ζητά ο Θουκυδίδης για τις δημηγορίες του, καθρεφτίζει το πληροφοριακό μειονέκτημα μιας κοινωνίας που χρησιμοποιεί κατά βάοη προφορικό λόγο».  

[28] Η χρήση σύγχρονης τεχνολογίας εγγραφής δεν στερείται πόνου· η Small 1997, 192, παραπέμπει στον MichacI Agar για το στατιστικό στοιχείο ότι θέλει οκτώ ώρες για να μεταγράψει μαγνητοταινία μιας ώρας και ότι αυτό απαιτεί, επιπλέον, δοκίμια.

[29] Σύγκρινε Potter 1999, 79: «Ακόμη και με τη βοήθεια σύγχρονων τεχνολογιών, όπως η βιντεοταινία, πρέπει vu καταλάβουμε ότι παράγοντες όπως η γωνία λήψης, ο φωτισμός ή ο συγχρονισμός, ίσως εμποδίσουν (και πράγματι εμποδίζουν) την παραγωγή «απολύτως ακριβούς» εγγραφής. Ακόμη κι αν μπορούσαμε vu έχουμε μιαν αλάνθαστη οπτική εγγραφή κάποιας χρονικής στιγμής, θα ήταν ανάγκη να τη συμπληρώσουμε με υλικό επικουρικό των άλλων αισθήσεων: τι ακούστηκε, αγγίχτηκε, μύρισε, πέρασε από τον νου ή διήγειρε τη γεύση καθώς κάτι συνέβαινε». 

[30] Δες Partner 1995, 33, για τις «κύριες» και «δευτερεύουσες» κατηγορίες φανταστικού, όπου η κύ ρια κατηγορία («η δημιουργία μορφής στη γλώσσα») διακρίνεται από τη δευτερεύουσα κατηγορία («την επινόηση φανταστικών περιγραφών συμβάντων και προσώπων»). Δες ακόμη την εξέταση του Hornblower (1994α, 131-3) για το φανταστικό και τη ρητορική της ιστορίας, από τη σκοπιά της αφηγηματολογίας· και Rood 1998α, 9-10, για το φανταστικό στην ιστορία (επίσης από τη σκοπιά της αφηγηματολογίας). Ο Laird (1999, κεφ. 4) προσφέρει ακριβή εξέταση των λόγων στην ιστορική αφήγηση και διακρίνει ανάμεσα στην παρουσίαση λόγων στη φανταστική λογοτεχνία και την παρουσίαση λόγων στην αφήγηση γεγονότων.

[31] «Αυτοσχεδιασμός» είναι ο όρος που προτείνει ο (Laird 1999, 152) για να παρακάμψει τους προβληματικούς συνειρμούς του «επινόηση».

[32] Για την αφηγηματική ιστορία ως «μεταγραφή» της πραγματικότητας, δες Dcwald 1999, 222.

        [33] Edmunds 1993, 835-6. Δες επίσης Dover 1973, 3, ο οποίος δίνει κατάλογο χωρίων όπου χρησιμοποιήθηκε το ρήμα αυτό.

[34] Loraux 1986· Edmunds 1993. Πρβλ. και Crane 1996, 28, ο οποίος συζητά τον ρόλο του ρήματος ξυγγράφω στην οικοδόμηση του κύρους που ο Θουκυδίδης διεκδικεί για το κείμενό του.

[35] Ο Ober (1998, 56) προσφέρει καλή πραγμάτευση του χωρίου αυτού, καταλήγοντας: «Η αλήθεια του πολέμου δεν είναι πια αντικείμενο λεκτικής πειθούς ή ερμηνείας. Απέβη αυταπόδεικτο αντικείμενο οπτικής αντίληψης». 

[36] Δες Pelting 2000, 115.

[37] Madcod 1983, 52· Connor 1984, 273′ Hornblower 1987, 46 (σημ. 7)· Zadorojnyi 1998, 299.

[38] Debnar 2001, 2.

[39] Δες Ober 1989, σποράδην. Δες και Ιο Κεφάλαιο, σ. 24 ανωτέρω.

[40] Η άποψη αυτή διατυπώνεται από τον Yunis (2003, 202): «Οι λόγοι αυτοί σκοπό έχουν να είναι αποτελεσματικοί για το αρχικό ακροατήριο, στο οποίο απευθύνονται από τον ομιλητή, όπως αφήνει να εννοηθεί η επίσημη δέσμευση προς την αφήγηση, ή έχουν σκοπό να είναι αποτελεσματικοί για το ακροατήριο του Θουκυδίδη, για το πρόσωπο που διαβάζει το κείμενο;» 

[41] Williams 2002, 165.

[42] Πολλοί μελετητές παρατήρησαν ότι ο Θουκυδίδης ξεφορτώνεται «πρόωρα» τον Περικλή, καθότι τον παρουσιάζει να αγορεύει για τελευταία φορά στα 430 π.Χ., ενώ ο Περικλής δεν πέθανε πριν από τα τέλη του 429 π.Χ. Δες, π.χ., Woodman 1988, 35. Ο Halliwell (2002, 76) υποστηρίζει ότι ο Θουκυδίδης παραλείπει να συζητήσει τον θάνατο του Περικλή μάλλον σκόπιμα, για να αποφύγεi συναισθηματικές κορώνες στο έργο. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να διατηρήσει την εικόνα ποι έχει δημιουργήσει για τον Περικλή, ως συγκρατημένο, ορθολογικό ηγέτη, που προσπερνά τις συ ναισθηματικές αδυναμίες και ευαισθησίες του αθηναϊκού δήμου. Πρβλ. ιδίως ibid., 76.